- τραπεζοκρατία
- η могущество, власть банков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραπεζοκρατία — η, Ν πολιτική κατάσταση κατά την οποία η επιρροή τών τραπεζών εκτείνεται σε όλους τους τομείς τής ζωής μιας χώρας και τα διάφορα ζητήματα διακανονίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κρατία (< κράτης < κράτος),… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek